υποκυβερνώ

υποκυβερνώ
-άω, Α [κυβερνῶ]
(σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ως υποπλοίαρχος («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ τοῡ πρῳράτου», Πολυδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυβερνώ — (AM κυβερνῶ, άω) 1. διοικώ το κράτος, διευθύνω πολιτεία ή ομάδα ανθρώπων (α. «κυβέρνησε δημοκρατικά επί οχτώ χρόνια» β. «τής πόλεως πάντα κυβερνώσα», Πλάτ. γ. «πάντα γὰρ τά τ οὖν πάρος τά τ εἰσέπειτα σῇ κυβερνῶμαι χερί», Σοφ.) 2. (συν. σχετικά με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”